Table of Contents
Ελαία η ευρωπαϊκή (Olea europeae)
Οικογένεια: Ελαιίδες (oleaceae)
Η ελιά είναι ένα δέντρο που ευδοκιμεί κυρίως στις χώρες της Μεσογείου, όπου το κλίμα χαρακτηρίζεται από ζεστά και ξηρά καλοκαίρια και ήπιους, ήπιους χειμώνες. Το δέντρο αυτό έχει μακρά ιστορία και προέρχεται από την περιοχή της Μικράς Ασίας, από όπου και εξαπλώθηκε σταδιακά προς άλλες περιοχές με παρόμοιες κλιματολογικές συνθήκες, επιτρέποντάς του να αναπτυχθεί και να ενσωματωθεί στις τοπικές παραδόσεις και οικονομίες.
Σήμερα, η παραγωγή ελαιολάδου είναι σημαντική σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Τυνησία και η Πορτογαλία, οι οποίες καταλαμβάνουν υψηλή θέση σε παγκόσμιο επίπεδο για την ποσότητα και την ποιότητα του παραγόμενου ελαιολάδου. Ωστόσο, η καλλιέργεια της ελιάς δεν περιορίζεται πλέον μόνο στις παραδοσιακές αυτές περιοχές της Μεσογείου. Αντίθετα, έχει επεκταθεί και σε άλλες ηπείρους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αμερική και ειδικότερα την Καλιφόρνια, όπου οι συνθήκες είναι κατάλληλες για την ανάπτυξή της.
Η ελιά καλλιεργείται σε όλες τις περιοχές με εύκρατο και ζεστό κλίμα, κυρίως για τους καρπούς της, οι οποίοι έχουν σημαντική διατροφική και οικονομική αξία. Οι καρποί της ελιάς χρησιμοποιούνται είτε για την παραγωγή ελαιολάδου, που αποτελεί βασικό συστατικό της μεσογειακής διατροφής, είτε για άμεση κατανάλωση ως επιτραπέζιες ελιές. Στην τελευταία περίπτωση, οι ελιές υποβάλλονται σε ειδικές επεξεργασίες προκειμένου να αφαιρεθεί η πικράδα τους και να γίνουν κατάλληλες προς βρώση.
Ανάλογα με το στάδιο ωρίμανσης και τη μέθοδο επεξεργασίας τους, οι ελιές διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: τις πράσινες και τις μαύρες. Εκτός από τους καρπούς, αξιοποιούνται και άλλα μέρη του δέντρου. Τα φύλλα της ελιάς έχουν αναγνωριστεί για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες, καθώς παραδοσιακά χρησιμοποιούνται για τις αντιπυρετικές και αντιοξειδωτικές τους δράσεις. Επιπλέον, το ξύλο της ελιάς, γνωστό για την ανθεκτικότητα και την ιδιαίτερη υφή του, χρησιμοποιείται ευρέως στην ξυλουργική και την επιπλοποιία, συμβάλλοντας στη δημιουργία όμορφων και ανθεκτικών χειροποίητων αντικειμένων.
Είδη και ποικιλίες της ελιάς
Ελαία η ευρωπαϊκή (Olea europaea)
Το είδος Ελαία η ευρωπαϊκή (Olea europaea) χωρίζεται σε δύο κύρια υποείδη, που διαφέρουν μεταξύ τους κυρίως ως προς τη χρήση και την καλλιεργητική τους αξία.
Ελαία η ευρωπαϊκή ήμερος ή εδώδιμος (Olea europaea sativa)
Το πρώτο υποείδος, η Ελαία η ευρωπαϊκή ήμερος ή εδώδιμος (Olea europaea sativa), είναι η καλλιεργούμενη ελιά, γνωστή για τους καρπούς της, οι οποίοι χρησιμοποιούνται είτε για την παραγωγή ελαιολάδου είτε ως επιτραπέζιες ελιές για άμεση κατανάλωση.
Ελαία η ευρωπαϊκή αγρία (Olea europaea oleaster)

Το δεύτερο υποείδος είναι η Ελαία η ευρωπαϊκή αγρία (Olea europaea oleaster), η οποία είναι περισσότερο γνωστή ως αγριελιά ή με διάφορες άλλες ονομασίες (αγριλιά, αγριλιός, αγρίλι) ανάλογα με την περιοχή. Στην Κέρκυρα, για παράδειγμα, είναι γνωστή ως γριλολιά, στην Άνδρο ως κοσίνη, και στην Αίγινα ως κόστινος. Η αγριελιά είναι αυτοφυές δέντρο, που φτάνει σε ύψος τα 5-6 μέτρα και αναγνωρίζεται εύκολα από τα αγκαθωτά της κλαδιά και τους μικρούς, μελανέρυθρους καρπούς της.
Η ήμερη ελιά είναι ένα αειθαλές δέντρο που μπορεί να φτάσει σε ύψος περίπου 20 μέτρων, αν και συχνά αναπτύσσεται με πιο περιορισμένο μέγεθος ανάλογα με το περιβάλλον και τις καλλιεργητικές συνθήκες. Ο κορμός της είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικός, με έντονες παραμορφώσεις, κόμπους και συστραμμένες μορφές, και καλύπτεται από έναν γκριζωπό, τραχύ φλοιό. Στη βάση του κορμού, αλλά και σε άλλα σημεία του, διακρίνονται εξογκώματα, τα οποία είναι γνωστά με τις ονομασίες γόγγροι, δρόγγοι ή βυζιά.
Τα κλαδιά της ελιάς, εξίσου συστραμμένα, φέρουν λογχοειδή φύλλα με γκριζοπράσινη απόχρωση και υφή που θυμίζει περγαμηνή. Τα νεότερα κλαδιά είναι πράσινα και εύκαμπτα, προσαρμόζονται στις μεταβολές των συνθηκών και είναι εκείνα που θα φέρουν τα άνθη της ελιάς κατά την ανθοφορία. Η ανθοφορία εμφανίζεται συνήθως από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο, με μικρά, λευκά άνθη που ενώνονται σε φοβοειδείς (θυσσανόμορφες) ταξιανθίες και αναπτύσσονται κυρίως στα κλαδιά ενός έτους.
Οι καρποί της ελιάς, γνωστοί ως δρύπες, έχουν συνήθως ωοειδές σχήμα και ποικίλουν σε χρώμα καθώς ωριμάζουν, από πράσινο σε κοκκινωπό, ιώδες ή και μαυριδερό. Η κάθε ελιά αποτελείται από δύο κύρια μέρη: τη σάρκα και έναν ξυλώδη πυρήνα στο κέντρο, ο οποίος περιέχει τον σπόρο. Η διαδικασία ωρίμανσης διαρκεί από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Ιανουάριο, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες της περιοχής. Είναι αξιοσημείωτο ότι μόνο το 1-2% των γονιμοποιημένων ανθέων μετατρέπεται σε καρπό, ενώ τα υπόλοιπα πέφτουν.
Η ελιά είναι ένα μακρόβιο δέντρο που μπορεί να ζήσει εκατοντάδες χρόνια. Στη χώρα μας καλλιεργούνται διάφορες ποικιλίες ελιάς από τις οποίες αναφέρουμε τις πιο σημαντικές κατατάσσοντας τις σε ομάδες ανάλογα με τον τόπο καλλιέργειας:
Ποικιλίες Πελοποννήσου
Κορωνέικη
Αλαγονίας
Νερολιά
Ματσολιά
Καρυδολιά
Αητονύχι
Καλαμών (Olea europaea var. Ceraticarpa)

Ποικιλίες Κέρκυρας
Λιανολιά
Πικρολιά
Στρυφτολιά
Τρυτσολιά
Αναποδολιά
Στρουμπουλολιά
Γαϊδουρολολιά
Αετονυχολιά
Χονδρολιά
Καλοκαιρίδα
Μελολιά
Γλυκολιά
Ποικιλίες Λευκάδας
Ασπρολιά
Μαυρολιά
Ποικιλίες Κρήτης
Κορωνέικη

Λιανολιά
Χονδρολιά
Μηλοελιά
Μουρατοελιά
Τσουνάτη
Καλυμπάτη
Ποικιλίες Στερεάς Ελλάδος
Αθηναϊκή
Κολυμπάδα ή καρυδολιά
Καλαματιανή
Μεγαρίτικη
Βολιώτικη
Κορωνέικη
Δαμασκηνάτη
Αμφίσσης
Καθρέικη
Ποικιλίες Λέσβου
Κολοβή ή βαλανολιά
Αδραμυτινή ή μηλολιά ή περαική
Λαδολιά ή ασπρολιά ή καλολιά ή ρουπαδιά
Άλλες ποικιλίες ελιάς
Ανδρόκαρπη (Olea europaea var . Mayor ή Punera)
Βασιλακάδα (Olea europaea var . Regalis)
Καρυδολιά (Olea europaea var . Maxima)
Κολυμπάδα (Olea europaea var. Uberina)
Κονσερβολιά (Olea europaea var. Rotunda)
Στρογγυλολιά (Olea europaea var. Rubrotunda)
Αμυγδαλολιά (Olea europaea var. Amygdaliformis)
Θρουμπολιά – Θρούμπα – Θασίτικη ( Olea europaea var . Media oblonga )
Κοθρέικη – Μανάκι (Olea europaea var. Minor rotunda )
Ματόλια
Κορωνέικη (Olea europaea var. Mastoides)
Gordal
Ascolana
Picholine
Τεχνική της καλλιέργειας της Ελιάς
Οι ελιές είναι δέντρα που έχουν την ικανότητα να προσαρμόζονται σε ένα ευρύ φάσμα εδαφών, συμπεριλαμβανομένων των φτωχών, πετρωδών, ξερικών και ασβεστολιθικών εδαφών, στα οποία άλλα φυτά δυσκολεύονται να ευδοκιμήσουν. Λόγω αυτής της ανθεκτικότητας, παραδοσιακά φυτεύονταν σε αφιλόξενες, άνυδρες περιοχές όπου η γεωργία ήταν περιορισμένη. Παρ’ όλα αυτά, για να επιτευχθεί καλύτερη παραγωγή, συνιστάται η καλλιέργεια της ελιάς σε εδάφη που είναι γόνιμα, δροσερά και με καλή αποστράγγιση, καθώς οι ελιές δεν ανέχονται το νερό που λιμνάζει, το οποίο μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στο ριζικό τους σύστημα.
Η ιδανική τοποθεσία για φύτευση ελιών είναι σε νότιες πλαγιές, οι οποίες εκτίθενται σε άφθονο ήλιο και ταυτόχρονα προστατεύονται από τους ψυχρούς βόρειους ανέμους. Αν και η ελιά είναι εξαιρετικά ανθεκτική στην ξηρασία, κατά τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξής της μπορεί να χρειαστεί επιπλέον πότισμα, ειδικά αν επικρατήσουν παρατεταμένες περίοδοι ανομβρίας που θα επηρεάσουν την ανάπτυξη των νεαρών δενδρυλλίων.
Η φύτευση της ελιάς προτιμάται να γίνεται το φθινόπωρο, όμως σε περιοχές με ψυχρό κλίμα μπορεί να γίνει και την άνοιξη για να προστατευτούν τα νεαρά δέντρα από το κρύο. Τα δενδρύλλια μπορούν να φυτευτούν με γυμνή ρίζα, αλλά προτιμάται η φύτευσή τους με μπάλα χώματος για να διασφαλιστεί καλύτερη προσαρμογή στο νέο περιβάλλον. Πριν από τη φύτευση, το έδαφος θα πρέπει να σκαφτεί σε βάθος και να εμπλουτιστεί με κοπριά και φωσφοροκαλιούχα λιπάσματα.
Για τη φύτευση, ανοίγονται λάκκοι αρκετά μεγάλοι (περίπου 60 x 60 x 60 εκατοστά) ώστε να υπάρχει αρκετός χώρος για τις ρίζες του δενδρυλλίου. Το δενδρύλλιο τοποθετείται με προσοχή στον λάκκο, διασφαλίζοντας ότι το σημείο του εμβολιασμού παραμένει πάνω από το επίπεδο του εδάφους. Μετά, γεμίζετε τον λάκκο με το χώμα που αφαιρέθηκε και το πιέζετε καλά γύρω από τις ρίζες για να διασφαλιστεί η σταθερότητα του φυτού. Κάθε χρόνο, συνιστάται η λίπανση του εδάφους με διάφορα λιπάσματα, κυρίως αζωτούχα, τα οποία εφαρμόζονται σε βάθος 15 έως 20 εκατοστών.
Πολλαπλασιασμός της ελιάς
Ο πολλαπλασιασμός της ελιάς με σπόρο είναι μια μέθοδος που εφαρμόζεται κυρίως για την παραγωγή σποροφύτων, τα οποία χρησιμοποιούνται ως υποκείμενα για άλλες ποικιλίες, αφού τα φυτά που προκύπτουν από σπόρο αναπτύσσονται πολύ αργά και έχουν χαμηλή αντοχή στην ξηρασία. Για να επιτευχθεί η βλάστηση των σπόρων, αυτοί υποβάλλονται σε μια διαδικασία στρωμάτωσης. Οι σπόροι τοποθετούνται μέσα σε στρώματα άμμου, όπου παραμένουν για περίπου ενάμιση χρόνο. Η στρωμάτωση βοηθά στην προετοιμασία τους, ώστε να μπορέσουν να βλαστήσουν όταν έρθει η κατάλληλη εποχή. Η σπορά των σπόρων γίνεται συνήθως την άνοιξη. Μόλις τα νεαρά φυτά αρχίσουν να αναπτύσσονται και αποκτήσουν 6 έως 8 φύλλα, είναι έτοιμα για την πρώτη τους μεταφύτευση, κατά την οποία τοποθετούνται σε κατάλληλο έδαφος ή γλάστρες, ώστε να συνεχιστεί η ανάπτυξή τους. Ένα χρόνο αργότερα, τα φυτά αυτά είναι αρκετά ώριμα ώστε να μπορούν να εμβολιαστούν με επιλεγμένες ποικιλίες ελιάς.
Ο πολλαπλασιασμός της ελιάς με μοσχεύματα είναι μια πολύ αποδοτική μέθοδος, καθώς τα κλαδιά της ελιάς έχουν την ικανότητα να ριζώνουν εύκολα. Για αυτή τη διαδικασία, μπορείτε να κόψετε μικρά κλαδιά από το δέντρο και να τα φυτέψετε απευθείας σε φυτώριο. Εκεί, τα μοσχεύματα θα αρχίσουν να αναπτύσσουν ρίζες, και μόλις είναι αρκετά δυνατά, μπορείτε να τα μεταφυτέψετε στην οριστική τους θέση.
Μια εναλλακτική μέθοδος είναι η χρήση μεγαλύτερων μοσχευμάτων μήκους περίπου 30-40 εκατοστών, τα οποία κόβονται τον χειμώνα από κλαδιά ηλικίας 3-4 χρόνων. Αυτά τα μοσχεύματα διατηρούνται μέσα σε στρώμα άμμου καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Την άνοιξη, τα μοσχεύματα φυτεύονται στο φυτώριο σε οριζόντια θέση, όπου σταδιακά θα αναπτύξουν ρίζες και νέους βλαστούς. Από τους βλαστούς αυτούς, διατηρείται μόνο ο πιο δυνατός, ώστε να σχηματιστεί ένα υγιές και ανθεκτικό δενδρύλλιο. Τα νεαρά αυτά δέντρα παραμένουν στο φυτώριο για μερικά χρόνια, συνήθως μέχρι να είναι αρκετά ώριμα για να μεταφερθούν στην οριστική τους θέση στον αγρό ή στον ελαιώνα.
Εκτός από τα κλαδιά, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και τα εξογκώματα, γνωστά ως γόγγροι, που σχηματίζονται στη βάση του κορμού της ελιάς. Για αυτή τη μέθοδο, αποσπάτε τα εξογκώματα από το δέντρο και τα αποθηκεύετε μέσα σε άμμο κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Την άνοιξη, τα εξογκώματα κόβονται σε μικρότερα κομμάτια και φυτεύονται στο φυτώριο, όπου θα παραμείνουν για 5 έως 6 χρόνια. Στο διάστημα αυτό, τα κομμάτια αναπτύσσουν ρίζες και βλαστούς και, όταν είναι πλέον ώριμα, μπορούν να μεταφυτευτούν στην οριστική τους θέση.
Η ελιά μπορεί επίσης να πολλαπλασιαστεί και μέσω παραφυάδων που σχηματίζονται από τα εξογκώματα στη βάση του κορμού. Οι παραφυάδες αυτές μπορούν να αποσπαστούν προσεκτικά και να φυτευτούν σε φυτώριο, όπου θα μεγαλώσουν και θα ισχυροποιηθούν. Μετά από μερικά χρόνια, αυτά τα νεαρά φυτά είναι έτοιμα για να μεταφερθούν στο τελικό τους περιβάλλον.
Οι διαφορετικές ποικιλίες ελιάς μπορούν να πολλαπλασιαστούν αποτελεσματικά και μέσω της διαδικασίας του εμβολιασμού. Σε αυτή την περίπτωση, τα φυτά που θα χρησιμοποιηθούν ως υποκείμενα μπορεί να είναι είτε σπορόφυτα ελιάς, άγριες ελιές (αγριελιές) ή δενδρύλλια ελιάς που έχουν παραχθεί μέσω μοσχευμάτων. Το υποκείμενο εξασφαλίζει ότι το νέο φυτό θα έχει ένα ισχυρό ριζικό σύστημα και αντοχή σε δύσκολες συνθήκες, ενώ το εμβόλιο θα προσδώσει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά της ποικιλίας που επιλέγεται για πολλαπλασιασμό.
Ο εμβολιασμός μπορεί να γίνει με διάφορες τεχνικές. Μία από αυτές είναι ο ενοφθαλμισμός, που πραγματοποιείται την άνοιξη. Αυτή η μέθοδος περιλαμβάνει τη χρήση ενός βλαστού που φέρει έναν ενεργό «οφθαλμό», δηλαδή έναν βλαστάνοντα οφθαλμό, ο οποίος ενσωματώνεται στο υποκείμενο, ώστε να αναπτυχθεί η νέα ποικιλία. Η κατάλληλη περίοδος για τον ενοφθαλμισμό είναι στις αρχές της βλαστητικής περιόδου, γύρω στον Μάρτιο, όταν τα φυτά «ξυπνούν» από τον χειμερινό λήθαργο και αρχίζουν να αναπτύσσονται.
Μια άλλη μέθοδος εμβολιασμού είναι ο εγκεντρισμός, που επίσης πραγματοποιείται τον Μάρτιο. Σε αυτή τη μέθοδο, γίνεται ένωση του βλαστού της νέας ποικιλίας με το υποκείμενο με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναπτυχθούν μαζί. Αυτή η τεχνική διασφαλίζει ότι τα δύο φυτικά τμήματα, δηλαδή το εμβόλιο και το υποκείμενο, θα συγχωνευθούν και θα εξελιχθούν σε ένα ενιαίο φυτό με τα χαρακτηριστικά της επιθυμητής ποικιλίας.
Ένας ακόμη τύπος εμβολιασμού είναι ο πλακίτης ή εμβολιασμός με φόλα, ο οποίος γίνεται επίσης την άνοιξη. Σε αυτή την περίπτωση, το εμβόλιο αποτελείται από ένα κομμάτι βλαστού που φέρει έναν «οφθαλμό» από την ποικιλία που θέλετε να πολλαπλασιάσετε. Το τμήμα αυτό τοποθετείται πάνω στο υποκείμενο, με στόχο να «δέσουν» τα δύο μέρη και να αναπτυχθεί η νέα ποικιλία με επιτυχία. Ο εμβολιασμός με πλακίτη προσφέρει αξιόπιστα αποτελέσματα, καθώς ο οφθαλμός της νέας ποικιλίας έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί ταχύτατα όταν είναι σωστά ενσωματωμένος στο υποκείμενο.
Η τεχνική του εμβολιασμού αποτελεί έναν αποτελεσματικό τρόπο για την ανανέωση και την αναζωογόνηση παλαιών ή πολύ γέρικων δέντρων, με σκοπό να ενισχυθεί η παραγωγικότητά τους. Η διαδικασία ξεκινά με ένα «αυστηρό» κλάδεμα του δέντρου, κατά το οποίο αφαιρούνται τα περισσότερα από τα κλαδιά, αφήνοντας μόνο τον κύριο κορμό και ορισμένους βραχίονες για τη στήριξη της νέας ανάπτυξης. Στη συνέχεια, οι εναπομείναντες βραχίονες γίνονται το σημείο στο οποίο θα εφαρμοστεί ο εμβολιασμός, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του στεφανίτη εγκεντρισμού. Κατά τον στεφανίτη εμβολιασμό, εισάγονται πολλά κέντραδια (δηλαδή μοσχεύματα) στους βραχίονες, τα οποία θα επιτρέψουν την ανάπτυξη νέων βλαστών που θα φέρουν τα επιθυμητά χαρακτηριστικά της ποικιλίας.
Αντί να γίνει άμεσος εμβολιασμός στους βραχίονες, υπάρχει και η επιλογή να αναπτυχθούν πρώτα νέοι βλαστοί πάνω τους. Αφού αναπτυχθούν, αυτοί οι βλαστοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σημεία για εμβολιασμό με την τεχνική της φόλας ή πλακίτη. Σε αυτή την περίπτωση, γίνεται πλακίτης εμβολιασμός, κατά τον οποίο προσαρμόζεται ένας νέος οφθαλμός από την επιθυμητή ποικιλία στους αναπτυγμένους βλαστούς, ενισχύοντας έτσι την παραγωγική ικανότητα του δέντρου με πιο ελεγχόμενο και ακριβή τρόπο.
Έπειτα από την επιτυχή εφαρμογή των τεχνικών αυτών, το δέντρο θα αρχίσει να αποδίδει καρπούς με βάση τις επιθυμητές ιδιότητες της νέας ποικιλίας που επιλέχθηκε. Ωστόσο, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η ελιά ξεκινά να καρποφορεί πλήρως περίπου 10-12 χρόνια μετά το αρχικό φύτεμα, με τον χρόνο αυτό να επηρεάζεται και από το σχήμα διαμόρφωσης που επιλέγει ο καλλιεργητής για την ανάπτυξη του δέντρου.
Κλάδεμα της ελιάς
Κλάδεμα διαμορφώσεως
Η ελιά μπορεί να διαμορφωθεί με διάφορους τρόπους για να εξασφαλιστεί η καλή υγεία και παραγωγικότητά της, ανάλογα με τις ανάγκες του καλλιεργητή και τις περιβαλλοντικές συνθήκες της περιοχής. Όταν επιλέγεται το ελεύθερο σχήμα διαμόρφωσης, δίνεται μεγαλύτερη ελευθερία στην ανάπτυξη των κλαδιών, ενώ ταυτόχρονα είναι σημαντικό να αραιώνεται τακτικά η «κόμη» του δέντρου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αφαιρούνται τα πυκνά κλαδιά, έτσι ώστε να κυκλοφορούν ο αέρας και το φως ανάμεσα στα κλαδιά. Η ροή του αέρα και η πρόσβαση στο φως είναι απαραίτητες για την αποφυγή ασθενειών και την ενίσχυση της καρποφορίας.
Μια άλλη πολύ συνηθισμένη μέθοδος διαμόρφωσης είναι το σχήμα του κύπελλου. Σε αυτήν την περίπτωση, ο κορμός αφήνεται να αναπτυχθεί σε ύψος περίπου 1-1,5 μέτρο, και τα βασικά κλαδιά διαμορφώνονται έτσι ώστε να ανοίγουν γύρω από τον κορμό σε σχήμα κυπέλλου. Αυτή η διάταξη επιτρέπει το φως να φτάνει εύκολα σε όλο το εσωτερικό της κόμης, ενισχύοντας την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα των κλαδιών που βρίσκονται στο κέντρο του δέντρου. Το σχήμα κυπέλλου βοηθά επίσης στη σταθερότητα του δέντρου και κάνει πιο εύκολη τη συγκομιδή των καρπών, καθώς τα κλαδιά βρίσκονται σε βολικό ύψος.
Τα τελευταία χρόνια, πολλοί παραγωγοί έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν μια πιο σύγχρονη μέθοδο διαμόρφωσης, γνωστή ως ελεύθερη παλμέτα. Σε αυτή την τεχνική, τα δέντρα διαμορφώνονται σε σχήμα παλμέτας αλλά με πιο φυσικό, ελεύθερο τρόπο, που επιτρέπει ευκολότερη πρόσβαση του φωτός και του αέρα στις ελιές, ενώ συγχρόνως διευκολύνει την καλλιέργεια και τη συγκομιδή. Η ελεύθερη παλμέτα έχει δώσει πολύ καλά αποτελέσματα.
Κλάδεμα καρποφορίας

Η ελιά έχει την ιδιαιτερότητα να παράγει καρπούς μόνο στα κλαδιά που έχουν αναπτυχθεί τον προηγούμενο χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι για να διατηρηθεί η παραγωγικότητά της, απαιτείται ένα προσεκτικό και περιορισμένο κλάδεμα, αφού η ελιά δεν αντέχει τα συχνά ή βαριά κλαδέματα. Αντίθετα, χρειάζεται ένα ισορροπημένο κλάδεμα παραγωγής, που αποσκοπεί κυρίως στη διατήρηση της υγείας και της ισορροπίας της κόμης, χωρίς να μειώνει τις αποδόσεις του δέντρου.
Συγκεκριμένα, το κλάδεμα πρέπει να περιορίζεται στην αφαίρεση μέρους των κλαδιών που έχουν ήδη καρποφορήσει, ώστε να δίνεται χώρος και ενέργεια στα νεότερα κλαδιά που θα δώσουν καρπούς την επόμενη χρονιά. Επίσης, εάν η κόμη του δέντρου είναι πολύ πυκνή και μπλοκάρει την κυκλοφορία του αέρα και τη διείσδυση του ηλιακού φωτός, είναι απαραίτητο να αραιωθεί επιλεκτικά, αφαιρώντας συγκεκριμένα κλαδιά. Αυτή η διαδικασία βελτιώνει τις συνθήκες ανάπτυξης των ελαιόδεντρων και περιορίζει την ανάπτυξη υγρασίας και την πιθανότητα εμφάνισης ασθενειών.
Επιπλέον, ένα σημαντικό μέρος του κλαδέματος παραγωγής είναι και η αφαίρεση των ξερών ή κατεστραμμένων κλαδιών, είτε αυτά είναι νεκρά είτε έχουν πληγεί από ασθένειες, παράσιτα ή άλλους εξωτερικούς παράγοντες, όπως τα έντομα.
Κλάδεμα ανανεώσεως
Όταν τα δέντρα ελιάς είναι πολύ γέρικα και η παραγωγικότητά τους έχει μειωθεί σημαντικά, υπάρχει η δυνατότητα να εφαρμόσετε μια πιο ριζική τεχνική κλαδέματος, γνωστή ως «αυστηρό» κλάδεμα. Αυτή η μέθοδος περιλαμβάνει την αποκεφάλιση του δέντρου, δηλαδή το κλάδεμα ολόκληρης της κόμης, αφήνοντας μόνο τον κορμό και ορισμένους βασικούς βραχίονες. Με αυτόν τον τρόπο, το δέντρο μπορεί να ανανεωθεί και να αναπτύξει νέα, δυνατά κλαδιά, που θα επανέλθουν σταδιακά σε παραγωγική κατάσταση.
Μια άλλη αποτελεσματική πρακτική για την ανανέωση πολύ παλιών ελαιόδεντρων είναι να κόψετε το δέντρο χαμηλά, στη βάση του κορμού. Μετά το κόψιμο, το δέντρο θα αρχίσει να σχηματίζει παραφυάδες, δηλαδή νέους βλαστούς στη βάση του κορμού. Από αυτούς, μπορείτε να διαλέξετε και να διατηρήσετε τον πιο εύρωστο και υγιή βλαστό, ο οποίος θα αναπτυχθεί και θα εξελιχθεί σε νέο δέντρο. Αυτός ο νέος βλαστός, εάν καλλιεργηθεί σωστά, μπορεί να γίνει εξίσου αποδοτικός, βοηθώντας στην παραγωγή φρέσκων κλαδιών και καρπών μέσα στα επόμενα χρόνια.
Ζωικοί εχθροί και ασθένειες της ελιάς
Το Κυκλοκόνιο αποτελεί μια από τις πιο συνηθισμένες ασθένειες της ελιάς, που προκαλείται από τον μύκητα Cycloconium oleagineum. Η προσβολή του Κυκλοκονίου είναι ιδιαίτερα ορατή στα φύλλα, στα οποία εμφανίζονται αρχικά γκριζωπές κηλίδες. Οι κηλίδες αυτές σταδιακά σκουραίνουν, παίρνοντας καστανή απόχρωση, ενώ γύρω τους σχηματίζεται μια χαρακτηριστική κίτρινη άλω. Η ασθένεια, ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο στα φύλλα, καθώς μπορεί να επηρεάσει και τα άνθη καθώς και τους καρπούς. Στους καρπούς, οι μολύνσεις δημιουργούν πράσινες κηλίδες, οι οποίες καλύπτονται από ένα γκρίζο στρώμα μούχλας.
Η ζημιά που προκαλεί το Κυκλοκόνιο είναι σημαντική, καθώς οι καρποί συχνά πέφτουν από το δέντρο πριν ωριμάσουν, γεγονός που οδηγεί σε μείωση της παραγωγής. Παράλληλα, τα άρρωστα δέντρα τείνουν να χάνουν μεγάλο μέρος του φυλλώματός τους, γεγονός που τα εξασθενεί και τα καθιστά πιο ευάλωτα σε άλλες ασθένειες ή συνθήκες στρες, όπως η ξηρασία.
Η καταπολέμηση του Κυκλοκονίου περιλαμβάνει τη χρήση ειδικών μυκητοκτόνων. Συνήθως, ο βορδιγάλειος πολτός ή το οξυχλωριούχο χαλκός εφαρμόζονται με ψεκασμό, είτε κατά την έναρξη της βλαστητικής περιόδου την άνοιξη, είτε το φθινόπωρο, πριν ξεκινήσει η περίοδος των βροχών.
Η ασθένεια του καρκίνου ή φυματίωσης της ελιάς προκαλείται από το βακτηρίδιο Pseudomonas savastanoi, το οποίο εισέρχεται στο φυτό κυρίως μέσω πληγών ή εκτεθειμένων τομών που έχουν δημιουργηθεί κατά το κλάδεμα ή από άλλους τραυματισμούς στο δέντρο. Η προσβολή αυτή εκδηλώνεται με την εμφάνιση εξογκωμάτων, γνωστών ως καρκινώματα, τα οποία σχηματίζονται πάνω στα κλαδιά, στους μίσχους και μερικές φορές ακόμα και στα φύλλα.
Στην αρχή, τα εξογκώματα αυτά είναι πράσινα, λεία και σχετικά μαλακά. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, σκληραίνουν, αποκτούν τραχιά επιφάνεια και αλλάζουν χρώμα, γίνονται σκούρα καφετιά. Η ασθένεια αυτή επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη των προσβεβλημένων κλαδιών, καθώς σταματούν να αναπτύσσονται και σταδιακά ξηραίνονται, κάτι που μειώνει τη ζωτικότητα και την παραγωγικότητα του δέντρου.
Η αντιμετώπιση του καρκίνου της ελιάς βασίζεται κυρίως σε προληπτικά μέτρα και φροντίδα. Σημαντικό είναι να απολυμαίνονται οι πληγές που δημιουργούνται στο δέντρο μετά το κλάδεμα ή από άλλους τραυματισμούς, χρησιμοποιώντας θειικό χαλκό, ώστε να μειώνεται η πιθανότητα εισόδου του βακτηριδίου. Επίσης, για την προστασία των υγιών μερών του δέντρου, είναι απαραίτητο να αφαιρούνται άμεσα τα κλαδιά που έχουν προσβληθεί, κόβοντάς τα με προσοχή και απομακρύνοντάς τα από τον ελαιώνα για να αποφευχθεί η εξάπλωση της μόλυνσης. Με αυτές τις μεθόδους, μειώνεται ο κίνδυνος εμφάνισης νέων εστιών μόλυνσης και το δέντρο μπορεί να διατηρήσει την υγιή του ανάπτυξη.
Ο δάκος της ελιάς (Dacus oleae) είναι ένα μικρό έντομο, χαρακτηριστικό για την εμφάνισή του, καθώς διαθέτει κίτρινο κεφάλι και γκρίζο θώρακα με τρεις χαρακτηριστικές σκούρες λωρίδες. Τα ενήλικα έντομα (ακμαία), που τρέφονται κυρίως με σακχαρούχα υγρά, κάνουν την εμφάνισή τους συνήθως τον Ιούνιο, όταν ξεκινά η εποχή της ωρίμανσης των καρπών της ελιάς. Σ’ αυτή την περίοδο, τα θηλυκά δάκοι προχωρούν στην αναπαραγωγή, τοποθετώντας τα αυγά τους επάνω στους αναπτυσσόμενους ελαιόκαρπους.
Από τα αυγά εκκολάπτονται άσπρες προνύμφες, γνωστές και ως σκουλήκια, οι οποίες διεισδύουν στη σάρκα των ελιών. Καθώς τρέφονται από τη σάρκα, οι προσβεβλημένοι καρποί εμφανίζουν σκούρες κηλίδες με μία τρύπα στο κέντρο, σημάδι της μόλυνσης από το δάκο. Η ζημιά που προκαλείται είναι εμφανής: οι ελιές ζαρώνουν, προσβάλλονται από σήψη και τελικά πέφτουν από το δέντρο, με αποτέλεσμα να μειώνεται σημαντικά η παραγωγή και να υποβαθμίζεται η ποιότητα του λαδιού. Για την αντιμετώπιση του δάκου, απαιτείται συστηματικός ψεκασμός των δέντρων με εξειδικευμένα εντομοκτόνα κατά τη διάρκεια της περιόδου σχηματισμού και ωρίμανσης των καρπών.
Η μεγάλη ψώρα της ελιάς (Saissetia oleae), γνωστή και ως κοκκοειδής ψώρα, αποτελεί έναν από τους πιο σοβαρούς εχθρούς της ελιάς, ενώ μπορεί επίσης να προσβάλει εσπεριδοειδή και άλλα φυτά, όπως η πικροδάφνη. Αυτό το παράσιτο προκαλεί έντονες ζημιές στα ελαιόδεντρα, μειώνοντας σημαντικά την παραγωγή και την υγεία τους. Τα θηλυκά έντομα, με μέγεθος περίπου 3 χιλιοστά, ξεχωρίζουν από το ανάγλυφο σχήμα στην πλάτη τους. Συνήθως, εγκαθίστανται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων και στα νεαρά κλαδιά.
Τα συμπτώματα της προσβολής είναι εμφανή, καθώς τα φυτά παρουσιάζουν σημάδια μαρασμού και αδυναμίας, με τα φύλλα να δείχνουν σημάδια εξασθένισης. Η μεγάλη ψώρα εμποδίζει την ανάπτυξη των νέων βλαστών και προκαλεί πτώση των φύλλων, ενώ το δέντρο εμφανίζει μείωση της παραγωγής. Για την καταπολέμηση της μεγάλης ψώρας, είναι απαραίτητος ο κατάλληλος ψεκασμός, ώστε να αποτραπεί η εξάπλωση του εντόμου και να μειωθεί ο πληθυσμός του. Ένας πρώτος ψεκασμός με θειούχο βάριο στις αρχές της βλαστικής περιόδου βοηθά στην απομάκρυνση των παρασίτων που έχουν ήδη εγκατασταθεί. Επιπλέον, πριν από την ανθοφορία, πραγματοποιείται δεύτερος ψεκασμός με θερινό πολτό, ο οποίος δρα αποτελεσματικά στην εξάλειψη των νεαρών σταδίων της ψώρας.