kipokomia.gr

Ροδιά

Το φύλλωμα και οι χαρακτηριστικοί καρποί της ροδιάς

Πουνική η ροιά (punica granatum)

Οικογένεια: Πουνικίδες (Punicaceae)

Κοινά ονόματα: Ροϊδιά, και στην Κύπρο Ρογδιά

Η ροδιά είναι ένα θαμνώδες, φυλλοβόλο φυτό και καλλιεργείται κυρίως για τους ζουμερούς, κόκκινους καρπούς της, τα ρόδια. Εκτός από την αξία των καρπών της, η ροδιά έχει και σημαντική διακοσμητική αξία, καθώς τα άνθη της, με το έντονο κόκκινο ή πορτοκαλί χρώμα τους. Το φυτό αυτό κατάγεται από τη δυτική Ασία και εντοπίζεται σε αυτοφυή μορφή σε διάφορες περιοχές, που εκτείνονται από τον Καύκασο μέχρι την Ινδία.

Η ροδιά είναι ένα φυτό με ιστορία χιλιάδων ετών, καθώς οι πρώτες καλλιέργειές της εμφανίστηκαν πριν από περίπου 3.000 χρόνια στις περιοχές από τις οποίες κατάγεται. Στην Οδύσσεια, ο Όμηρος αναφέρει τη ροδιά, κάτι που δείχνει τη σημασία που της απέδιδαν οι αρχαίοι πολιτισμοί. Με το πέρασμα των αιώνων, η καλλιέργεια της εξαπλώθηκε και σήμερα ευδοκιμεί σε πολλές περιοχές του κόσμου. Ο καρπός της, το ρόδι, εκτός από γαστρονομικές χρήσεις, θεωρούνταν από την αρχαιότητα σύμβολο γονιμότητας και αφθονίας, ενώ του αποδίδονταν και φαρμακευτικές ιδιότητες. Το ρόδι χρησιμοποιούνταν ως ανθελμινθικό για την καταπολέμηση παρασίτων και ως στυπτικό για την αντιμετώπιση διαφόρων παθήσεων.

Η ροδιά είναι ένα φυλλοβόλο δέντρο που συνήθως φτάνει σε ύψος 3 έως 6 μέτρα και διακρίνεται για τα λεπτά, ελαφρώς αγκαθωτά κλαδιά της, που είναι καλυμμένα, όπως και ο κορμός, με έναν ιδιαίτερο τεφροκόκκινο φλοιό. Τα φύλλα της ροδιάς είναι μακρόστενα και διατάσσονται είτε απέναντι είτε σε μικρούς σπονδύλους. Τα άνθη της ροδιάς, που εμφανίζονται από τον Μάιο έως τον Ιούλιο, έχουν σωληνοειδές σχήμα και εκπέμπουν ένα έντονο, ζωηρό κόκκινο χρώμα.

Οι καρποί της ροδιάς, γνωστοί ως ρόδια ή σίδια, είναι σφαιρικοί και έχουν παχιά, δερματώδη φλούδα που γίνεται ερυθροκίτρινη κατά την ωρίμανσή τους το φθινόπωρο. Το εξωτερικό τμήμα του καρπού διακοσμείται με έναν χαρακτηριστικό κάλυκα. Μέσα στο ρόδι, η ζουμερή και πολύ θρεπτική σάρκα, η οποία μπορεί να είναι γλυκιά ή ξινή, χωρίζεται σε 7 έως 15 χώρους. Κάθε χώρος περιέχει πολυάριθμους σπόρους οι οποίοι ωριμάζουν κυρίως κατά τους φθινοπωρινούς μήνες, προσφέροντας γεύση και θρεπτικά συστατικά.

Είδη και ποικιλίες της ροδιάς

Έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμες ποικιλίες, οπωροφόρες και διακοσμητικές. Υπάρχουν οπωροφόρες ποικιλίες, που παράγουν γλυκούς καρπούς για νωπή κατανάλωση, όπως

  • Η «Γλυκιά Αλαππία» («Alappia dolce”)
  • Η «Γλυκιά ντόπια» («Dolce nostrana»)
  • Η «Γλυκιά της Πάτρας» («Dolce di Patrasso»)

καθώς και άλλες, που παράγουν ξινούς καρπούς, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για την Παρασκευή σιροπιών.

Στη χώρα μας, καλλιεργούνται τα

  • Ξινόροδα,
  • Πολίτικα
  • Καράβελος, με ογκώδη καρπό

Από τις διακοσμητικές ποικιλίες, αναφέρουμε τις

  • «Λευκάζουσα» («Albascens») με άσπρα λουλούδια
  • την «Πυρόχρου» («Flavescens») με ωχροπράσινα φύλλα και κίτρινα λουλούδια
  • τη «Νάνα» («Nana»), με περιορισμένο ανάστημα, κατάλληλη για καλλιέργεια σε γλάστρα, με πολλά, μικρά, κόκκινα λουλούδια και επίσης, μικρούς, κοκκινωπούς καρπούς, εξαιρετικά διακοσμητικούς.

Τεχνική της καλλιέργειας της Ροδιάς

Η ροδιά είναι ένα δέντρο που προτιμά τα ζεστά, ήπια και ηλιόλουστα κλίματα, όπου οι θερμοκρασίες είναι σχετικά υψηλές και οι καιρικές συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξή της. Παρά το ότι οι ιδανικές συνθήκες για την καλλιέργειά της περιλαμβάνουν ήπιους χειμώνες, η ροδιά μπορεί να καλλιεργηθεί με επιτυχία ακόμα και σε περιοχές με πιο ψυχρά κλίματα, αρκεί να βρίσκεται σε καλά προστατευμένες τοποθεσίες, που να την προστατεύουν από έντονα καιρικά φαινόμενα, ιδιαίτερα τον χειμώνα.

Ένα από τα σημαντικά πλεονεκτήματα της ροδιάς είναι ότι ανθίζει αργά, γεγονός που την προστατεύει από την απειλή των όψιμων ανοιξιάτικων παγετών. Ωστόσο, υπάρχει ένας άλλος καιρός που μπορεί να την επηρεάσει: οι φθινοπωρινές βροχές, οι οποίες μπορούν να βλάψουν τους καρπούς, καθώς η περίοδος συγκομιδής συμπίπτει με την εποχή των βροχοπτώσεων και οι καρποί μπορεί να βρίσκονται σε ευαίσθητο στάδιο ωρίμανσης.

Όσον αφορά τις εδαφολογικές απαιτήσεις, η ροδιά είναι ένα δέντρο αρκετά ανθεκτικό που μπορεί να προσαρμοστεί σε διάφορους τύπους εδαφών, με την προϋπόθεση να μην είναι εξαιρετικά άγονα ή υπερβολικά υγρά. Αν και αναπτύσσεται σε διαφορετικά εδάφη, προτιμά τα δροσερά και βαθιά εδάφη, πλούσια σε αποθέματα νερού, που της προσφέρουν καλύτερη πρόσβαση σε θρεπτικά συστατικά. Σε περιοχές με πολύ ξηρά κλίματα, είναι πιθανό να χρειαστεί συμπληρωματικό πότισμα κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι, ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξή της και να διασφαλιστεί η παραγωγή καλής ποιότητας καρπών.

Για τη φύτευση της ροδιάς στην οριστική της θέση συνήθως χρησιμοποιούνται δενδρύλλια που είναι ήδη εμβολιασμένα και έχουν φτάσει την ηλικία των δύο χρόνων. Αυτά τα νεαρά δενδρύλλια έχουν ήδη αναπτύξει ένα σταθερό ριζικό σύστημα, που τους επιτρέπει να προσαρμοστούν ευκολότερα στο νέο περιβάλλον και να αντέξουν καλύτερα τις συνθήκες του χειμώνα που ακολουθεί τη φύτευση.

Οι καρποί της ροδιάς έχουν την ιδιότητα να συνεχίζουν να ωριμάζουν ακόμη και μετά τη συγκομιδή, όταν δηλαδή έχουν αποκοπεί από το δέντρο. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στον καλλιεργητή να επιλέγει τη συγκομιδή σε ένα ελαφρώς πρώιμο στάδιο ωρίμανσης, έτσι ώστε να προστατεύονται οι καρποί από πιθανές ζημιές που μπορεί να προκαλέσουν οι φθινοπωρινές βροχές. Για τον λόγο αυτό, είναι προτιμότερο οι καρποί να συλλέγονται λίγο πριν ωριμάσουν πλήρως. Κατά τη συγκομιδή, καλό είναι οι καρποί να κόβονται μαζί με το μικρό κλαδάκι από το οποίο κρέμονται, ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος τραυματισμού του φλοιού και να διατηρούνται περισσότερο φρέσκοι κατά την αποθήκευση.

Πολλαπλασιασμός της Ροδιάς

Η σπορά της ροδιάς πραγματοποιείται μόνο όταν ο στόχος είναι η παραγωγή υποκειμένων, δηλαδή φυτών τα οποία στη συνέχεια θα εμβολιαστούν με τις επιθυμητές ποικιλίες.

Οι ποικιλίες της ροδιάς πολλαπλασιάζονται κυρίως με εμβολιασμό, ο οποίος μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: είτε με εγκεντρισμό κατά τον μήνα Απρίλιο, όταν δηλαδή τα φυτά έχουν ξεκινήσει την ανοιξιάτικη ανάπτυξη, είτε με τη μέθοδο του «κοιμώμενου οφθαλμού» κατά τους καλοκαιρινούς μήνες Ιούλιο και Αύγουστο.

Εκτός από τον εμβολιασμό, υπάρχουν και άλλες τεχνικές πολλαπλασιασμού της ροδιάς, όπως είναι οι καταβολάδες και οι παραφυάδες. Οι καταβολάδες προκύπτουν όταν κάποιος βλαστός του φυτού κάμπτεται και έρχεται σε επαφή με το έδαφος, ώστε να αναπτύξει ρίζες, ενώ οι παραφυάδες είναι οι νέοι βλαστοί που αναπτύσσονται φυσικά από τη βάση του μητρικού φυτού και μπορούν να αποσπαστούν για να δημιουργήσουν νέα φυτά. Στην πράξη, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται συχνότερα είναι η χρήση μοσχευμάτων και η μεταφύτευση των έρριζων παραφυάδων, καθώς αυτές οι τεχνικές είναι πιο εύκολες και προσφέρουν σταθερά αποτελέσματα στον πολλαπλασιασμό της ροδιάς.

Η διαδικασία πολλαπλασιασμού της ροδιάς μέσω μοσχευμάτων πραγματοποιείται την άνοιξη, συγκεκριμένα κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Τα μοσχεύματα που επιλέγονται έχουν μήκος περίπου 20-25 εκατοστά και προέρχονται είτε από το κύριο στέλεχος είτε από τις ρίζες του φυτού. Αυτά τα μοσχεύματα φυτεύονται σε ένα μείγμα χώματος πλούσιο σε άμμο, το οποίο προσφέρει καλή αποστράγγιση και ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη των ριζών.

Η ροδιά αρχίζει να παράγει καρπούς μετά από περίπου 3-4 χρόνια από τη φύτευσή της, ενώ συνεχίζει να αυξάνει την παραγωγική της ικανότητα με την πάροδο του χρόνου. Η μέγιστη παραγωγή καρπών επιτυγχάνεται όταν το φυτό φτάσει περίπου τα 30 χρόνια, οπότε και αποδίδει τη μέγιστη ποσότητα καρπών υψηλής ποιότητας.

Κλάδεμα της Ροδιάς

Συνήθως, η ροδιά διαμορφώνεται σε ελεύθερο σχήμα, αφήνοντάς την να αναπτύσσεται φυσικά χωρίς αυστηρή καθοδήγηση. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες επιλογές διαμόρφωσης, όπως το σχήμα κυπέλλου, που επιτρέπει στο φως και στον αέρα να εισχωρούν στο κέντρο του φυτού. Άλλοι καλλιεργητές επιλέγουν να διαμορφώσουν τη ροδιά σε σπαλλιέρα, δηλαδή να την εκπαιδεύσουν να αναπτύσσεται παράλληλα με ένα στήριγμα, κάτι που εξοικονομεί χώρο και διευκολύνει τη συγκομιδή.

Δεδομένου ότι οι καρποί της ροδιάς σχηματίζονται στα άκρα των κλαδιών, κυρίως σε βλαστούς ηλικίας ενός έτους, το κλάδεμα είναι απαραίτητο για να ανανεώνονται τα καρποφόρα κλαδιά κάθε χρόνο. Έτσι, κατά το κλάδεμα παραγωγής αφαιρούνται τα κλαδιά που έδωσαν καρπούς την προηγούμενη χρονιά. Επιπλέον, το κλάδεμα περιλαμβάνει την απομάκρυνση των ξερών, κατεστραμμένων ή αρρωστημένων τμημάτων, τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την υγεία του φυτού. Παράλληλα, είναι σημαντικό να απομακρύνονται και οι παραφυάδες που αναπτύσσονται γύρω από τη ρίζα του φυτού, εκτός εάν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για τον πολλαπλασιασμό της ροδιάς.

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Scroll to Top